- ξεροτηγάνισμα
- το [ξεροτηγανίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροτηγάνισμα — το, ατος τηγάνισμα με λίγο λάδι ή βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγάρισμα — το, ατος 1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα. 2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ την γκρίνια του! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)